Το έδαφος είναι ένας μη ανανεώσιμος πόρος που έχει υποβαθμιστεί επί μακρόν από μη βιώσιμες πρακτικές, όπως η μηχανική διαχείριση των ζιζανίων.

Η προσαρμοσμένη και τοπική ασφαλής εφαρμογή ζιζανιοκτόνων με βάση τη γλυφοσάτη, σύμφωνα με τις οδηγίες της ετικέτας, όπου εμφανίζονται ζιζάνια και ανταγωνίζονται τις φυτεμένες καλλιέργειες, αποτελεί μέρος των πρακτικών Ολοκληρωμένης Διαχείρισης Ζιζανίων που επιτρέπουν την τήρηση των αρχών της γεωργίας διατήρησης εδαφών και τη μείωση της άροσης.

Σύμφωνα με έκθεση που δημοσίευσε η Eurostat τον Αύγουστο του 2020: «Οι πρακτικές άροσης αναφέρονται στην επεξεργασία του εδάφους καλλιεργήσιμης γης που πραγματοποιείται μεταξύ της συγκομιδής και της επόμενης σποράς/καλλιέργειας. Το εντατικό όργωμα και σβαρνίρισμα μπορεί να έχουν αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις, όπως η απορροή θρεπτικών ουσιών και φυτοπροστατευτικών προϊόντων, η διάβρωση και συμπύκνωση του εδάφους και η απώλεια οργανικής ύλης. Προκειμένου να αποφευχθεί η διάβρωση και η υποβάθμιση και να διατηρηθεί η βιοποικιλότητα του εδάφους, είναι σημαντικό να μειωθεί η διατάραξη του εδάφους μέσω μειωμένης ή μηδενικής άροσης».

Σε περίπτωση που η χρήση της γλυφοσάτης αποκλειστεί από την εργαλειοθήκη των γεωργών για την καταπολέμηση των ζιζανίων, η έκταση που καλλιεργείται στην Ευρώπη σύμφωνα με τη γεωργία διατήρησης εδαφών θα μπορούσε να επιστρέψει σε πρακτικές άροσης. Σύμφωνα με τη Eurostat, στην ΕΕ των 27 το 2016, τουλάχιστον το 23,2% της συνολικής καλλιεργήσιμης γης της ΕΕ καλλιεργούνταν με μειωμένη ή μηδενική άροση. Πρακτικά, αυτό θα σήμαινε ότι για 205 εκατομμύρια στρέμματα, η επιστροφή στην άροση και στις συχνές εργασίες στη γη με ελκυστήρες θα προκαλούσε:

  • Αύξηση της κατανάλωσης καυσίμων κατά 15-44 l/10 στρέμματα
  • Αύξηση των εκπομπών CO2 (λόγω των ελκυστήρων) κατά 1-2,7 εκατομμύρια τόνους ετησίως
  • Αύξηση των εκπομπών CO2 λόγω διαρροής άνθρακα από το έδαφος κατά 57 εκατομμύρια τόνους ετησίως.

 

(τελευταία ενημέρωση: Σεπτέμβριος 2020)